- εξηλεκτρισμός
- ο [ηλεκτρισμός]η κατά προτίμηση χρησιμοποίηση τής ηλεκτρικής ενέργειας αντί για τον ατμό ή άλλη πηγή ενέργειας, με σκοπό τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση τών πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων κάποιας χώρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξηλεκτρισμός — ο 1. η ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε ορισμένη χώρα ή εδαφική περιοχή. 2. η χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλη κλίμακα (και όχι του ατμού ή άλλης πηγής ενέργειας) για την εντατικότερη εκμετάλλευση των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek